- αία
- Ομηρική λέξη που σημαίνει γη, χώρα, πατρίδα, αλλά αποτέλεσε και τοπωνύμιο κατά την αρχαιότητα.
1. Μυθική χώρα πέρα από τον Εύξεινο Πόντο, που χώριζε το βορειοανατολικό τμήμα της Ευρώπης από το βορειοδυτικό τμήμα της Ασίας. Η μυθική Α. ήταν κράτος του Αιήτη, που ήταν πατέρας της Μήδειας και γιος του Ήλιου. Στην Α. φυλασσόταν το Χρυσόμαλλο Δέρας, για την κατάκτηση του οποίου ξεκίνησαν οι Αργοναύτες. Όμως είναι αμφίβολο αν η Α. συμπίπτει με την Κολχίδα, που αποτελεί μάλλον ευρύτερη περιοχή. Από την Α. άρχιζε κάθε μέρα ο Ήλιος την εξόρμησή του αφού έπαιρνε μαζί του τις ακτίνες του, που φυλάσσονταν σε χρυσό θάλαμο των εκεί ανακτόρων. Ο ποταμός Φάσις περνούσε μέσα από την Α.
2. Μια από τις χώρες της Θεσσαλίας.
3. Η περιοχή όπου βρίσκονται οι πηγές του ποταμού Αξιού, στη Μακεδονία.
* * *αἶα, η (Α)1. αρχ. γαῑα*, γη, χώρα, πατρίδα2. η τροφός (= μαῑα*)3. όνομα φυτού και ο καρπός του.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. αἶα είναι επικ. τ. τού γαία που χρησιμοποιήθηκε (σε μόνο τον ενικό) για μετρικούς, κυρίως, λόγουςπρβλ. «φυσίζοος αἶα» (Γ 243), ζωογόνος γη, «πατρίδος αἴης» (Β 162) κ.ά. Φαίνεται πως οι λ. aἶa, γαῖα, μαῖα και γῆ βρίσκονταν σε στενή ετυμολογική, σημασιολογική και «πραγματολογική», (μυθολογική κ.λπ.) συνάφεια, που δεν είναι εύκολο να καθοριστεί με ακρίβεια και που δυσχεραίνει την ετυμολογία τους. Έτσι λ.χ. η έννοια τής γης ως «μεγάλης μητέρας», γεννήτρας και τροφού τού γένους τών ανθρώπων (που δηλώνεται λ.χ. στο θεωνύμιο Γᾶ μάτηρ > Δᾶ μάτηρ > Δημήτηρ, αν δεχθούμε την ετυμολογία τού Kretschmer) εξηγεί τη στενότερη σχέση τών λ. γῆ και μαῖα («μητέρα») και δικαιολογεί τον συμφυρμό τών τ. γῆ και αἶα, μαῑα, ώστε να παραχθεί η λ. γαῖα. Εν τοιαύτη περιπτώσει ο τ. aἶa, που ήδη στον Ομηρο αποτελεί αρχαϊσμό έναντι τού γαῖα, δυνατόν να σήμαινε αρχικά «τη (μεγάλη) μητέρα γη», παραγόμενος από τ. *aF-ya, τύπο από τον οποίο παράγεται και το λατ. avia, «η μεγάλη μητέρα»].
Dictionary of Greek. 2013.